- στενόμακρος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που είναι στενός και μακρύς συγχρόνως: Έχει στενόμακρο κεφάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στενόμακρος — η, ο / στενόμακρος, ον, ΝΑ στενός και μακρύς μαζί, επιμήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + μακρός] … Dictionary of Greek
στενόμακρον — στενόμακρος narrow and long masc/fem acc sg στενόμακρος narrow and long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
καθίστρα — η (Α καθίστρα) [καθίζω] νεοελλ. στενόμακρος πάγκος στον οποίο μπορούν να καθήσουν πολλά άτομα αρχ. καθέδρα, έδρα, εδώλιο … Dictionary of Greek
μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] … Dictionary of Greek
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
μακρόστενος — η, ο στενός και ταυτόχρονα μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στενός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραθαλαμίδι — το στενόμακρος θάλαμος μέσα σε κασέλα ή κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θάλαμος + επίθημα ιδιο(ν) / ιδι] … Dictionary of Greek
στενοεπιμήκης — ίμηκες, Α στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ἐπιμήκης] … Dictionary of Greek